Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντικόβω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντ|ικόβω [andiˈkɔvɔ], αντ|ισκόβω [andiˈskɔvɔ] <-έκοψα> VERB μεταβ

αντικόβω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский