Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντικολλητό“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντικολλητό [andikɔliˈtɔ] SUBST ουδ (κοντραπλακέ)

αντικολλητό
Sperrholz ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский