Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντικρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντικρί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [andiˈkrizɔ] VERB μεταβ

1. αντικρίζω (βλέπω):

αντικρίζω

2. αντικρίζω (ανταμώνω):

αντικρίζω κάποιον

3. αντικρίζω (έξοδα):

αντικρίζω

4. αντικρίζω (είμαι απέναντι):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский