Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίπραξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίπραξ|η <-εις> [anˈdipraksi] SUBST θηλ

αντίπραξη
κάνω αντίπραξη σε κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με αντίπραξη

κάνω αντίπραξη σε κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский