Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανιχνεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανιχν|εύω <-ευσα, -εύτηκα, -ευμένος> [anixˈnɛvɔ] VERB μεταβ

1. ανιχνεύω (εντοπίζω):

ανιχνεύω

2. ανιχνεύω (ψάχνω: ουρανό, έδαφος):

ανιχνεύω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский