Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανίψι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανίψι [aˈnipsi] SUBST ουδ

1. ανίψι (ανιψιός):

ανίψι
Neffe αρσ

2. ανίψι (ανιψιά):

ανίψι
Nichte θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский