Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεύρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεύρεσ|η <-εις> [aˈnɛvrɛsi] SUBST θηλ

1. ανεύρεση (εύρεση):

ανεύρεση
Auffindung θηλ

2. ανεύρεση (ανακάλυψη):

ανεύρεση
Entdeckung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский