Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άνευρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άνευρ|ος <-η, -ο> [ˈanɛvrɔs] ΕΠΊΘ

1. άνευρος (χωρίς νεύρα):

άνευρος

2. άνευρος μτφ (άνθρωπος, χαρακτήρας):

άνευρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский