Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανδρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανδρικ|ός [anðriˈkɔs], αντρικ|ός [andriˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. ανδρικός (φέρσιμο, φωνή):

ανδρικός

2. ανδρικός (για άντρες):

Herrenkleidung θηλ ενικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский