Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανδρείκελο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανδρείκελο [anˈðricɛlɔ] SUBST ουδ

1. ανδρείκελο (του ράφτη):

ανδρείκελο

2. ανδρείκελο μτφ:

ανδρείκελο
Marionette θηλ

3. ανδρείκελο ΝΟΜ:

ανδρείκελο
Strohmann αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский