Ελληνικά » Γερμανικά

ανδορραν|ός <-ή, -ό> [anðɔraˈnɔs] ΕΠΊΘ

ανδορρανός

Ανδορραν|ός (-ή) [anðɔraˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Andorraner(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский