Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασφάλεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανασφάλεια [anasˈfalia] SUBST θηλ

ανασφάλεια
Unsicherheit θηλ
νιώθω ανασφάλεια

Παραδειγματικές φράσεις με ανασφάλεια

ανασφάλεια θηλ δικαίου
νιώθω ανασφάλεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский