Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναρρόφηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναρρόφησ|η <-εις> [anaˈrɔfisi] SUBST θηλ

1. αναρρόφηση (ρόφηση προς τα πάνω):

αναρρόφηση
Aufsaugen ουδ

2. αναρρόφηση ΜΗΧΑΝΙΚΉ:

αναρρόφηση
Ansaugen ουδ
Ansaugventil ουδ
Ansaugrohr ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με αναρρόφηση

τοκετός με αναρρόφηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский