Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλόγιο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλόγιο [anaˈlɔjiɔ] SUBST ουδ

1. αναλόγιο (για βιβλία και έντυπα):

αναλόγιο
Lesepult ουδ

2. αναλόγιο (για παρτιτούρες):

αναλόγιο
Notenständer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский