Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανακοπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανακοπή [anakɔˈpi] SUBST θηλ

1. ανακοπή ΙΑΤΡ:

ανακοπή
Stillstand αρσ
αναπνευστική ανακοπή
καρδιακή ανακοπή

2. ανακοπή ΝΟΜ:

ανακοπή
Einspruch αρσ
κάνω ανακοπή
ανακοπή τρίτου
ανακοπή τρίτου

Παραδειγματικές φράσεις με ανακοπή

κάνω ανακοπή
ανακοπή τρίτου
καρδιακή ανακοπή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский