Ελληνικά » Γερμανικά

αναβαθμίζω [anavaθˈmizɔ] VERB μεταβ Η/Υ

αναβαθμίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский