Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέλκυση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανέλκυσ|η <-εις> [aˈnɛlcisi] SUBST θηλ

1. ανέλκυση (σήκωμα):

ανέλκυση
Hochziehen ουδ

2. ανέλκυση (πλοίου):

ανέλκυση
Bergung θηλ
ανέλκυση πλοίου

Παραδειγματικές φράσεις με ανέλκυση

ανέλκυση πλοίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский