Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανέλιξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανέλιξ|η <-εις> [aˈnɛliksi] SUBST θηλ

ανέλιξη
Entwicklung θηλ
προσωπική ανέλιξη

Παραδειγματικές φράσεις με ανέλιξη

προσωπική ανέλιξη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский