Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμαρταίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμαρτ|αίνω [amarˈtɛnɔ], αμαρτ|άνω [amarˈtanɔ] <-ησα, -ημένος> VERB αμετάβ

αμαρταίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский