Ελληνικά » Γερμανικά

αμάρτημα [aˈmartima] SUBST ουδ

1. αμάρτημα:

αμάρτημα
Sünde θηλ
προπατορικό αμάρτημα
Erbsünde θηλ
θανάσιμο αμάρτημα
Todsünde θηλ

2. αμάρτημα (λάθος):

αμάρτημα
Fehler αρσ

θανάσιμο αμάρτημα SUBST ουδ

θανάσιμο αμάρτημα
Todsünde θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αμάρτημα

προπατορικό αμάρτημα
Erbsünde θηλ
θανάσιμο αμάρτημα
Todsünde θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский