Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλωνίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλωνί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [alɔˈnizɔ] VERB μεταβ

1. αλωνίζω (σιτάρι):

αλωνίζω

2. αλωνίζω (πλήθος: διασκορπίζω):

αλωνίζω

3. αλωνίζω (περιφέρομαι άσκοπα):

αλωνίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский