Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλληλεπιδρώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλληλεπ|ιδρώ <-ιδράς, -έδρασα [ή -ίδρασα] > [alilɛpiˈðrɔ] VERB αμετάβ

αλληλεπιδρώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский