Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλληλεξάρτηση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλληλεξάρτησ|η <-εις> [alilɛˈksartisi] SUBST θηλ

αλληλεξάρτηση
οικονομική αλληλεξάρτηση

Παραδειγματικές φράσεις με αλληλεξάρτηση

οικονομική αλληλεξάρτηση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский