Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακτινογραφία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακτινογραφία [aktinɔɣraˈfia] SUBST θηλ

1. ακτινογραφία (μέθοδος):

ακτινογραφία
Radiografie θηλ
ακτινογραφία

2. ακτινογραφία (ραδιογράφημα):

ακτινογραφία
βγάζω ακτινογραφία το χέρι

Παραδειγματικές φράσεις με ακτινογραφία

βγάζω ακτινογραφία το χέρι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский