Ελληνικά » Γερμανικά

αιολικ|ός1 <-ή, -ό> [ɛɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ (των Αιολέων)

αιολικός

Παραδειγματικές φράσεις με αιολικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский