Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αίρεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αίρεσ|η <-εις> [ˈɛrɛsi] SUBST θηλ

1. αίρεση (δοξασία που απομακρύνεται από καθιερωμένο):

αίρεση
Ketzerei θηλ

2. αίρεση (σέκτα):

αίρεση
Sekte θηλ
Sektenführer αρσ

3. αίρεση (όρος):

αίρεση
Bedingung θηλ
υπό την αίρεση ότι
αναβλητική αίρεση ΝΟΜ
αναβλητική αίρεση ΝΟΜ
διαλυτική αίρεση ΝΟΜ
διαλυτική αίρεση ΝΟΜ

4. αίρεση ΕΜΠΌΡ:

αίρεση
Option θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αίρεση

αναβλητική αίρεση ΝΟΜ
διαλυτική αίρεση ΝΟΜ
υπό την αίρεση ότι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский