Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιδοιικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιδοιικ|ός <-ή, -ό> [ɛðiiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αιδοιικός
Scham-
Schamnerv αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский