Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιδοίο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιδοίο [ɛˈðiɔ] SUBST ουδ

αιδοίο
Vulva θηλ
αιδοίο
(weibliche) Scham θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский