Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αζημίωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αζημίωτ|ος <-η, -ο> [aziˈmiɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αζημίωτος (συσκευή):

αζημίωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский