Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αδιαίρετος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αδιαίρετ|ος <-η, -ο> [aðiˈɛrɛtɔs] ΕΠΊΘ

1. αδιαίρετος (που δε διαιρείται):

αδιαίρετος

2. αδιαίρετος (που δε διαιρέθηκε):

αδιαίρετος

3. αδιαίρετος ΝΟΜ:

αδιαίρετος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский