Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „έπλυν-“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

έπλυν-

έπλυν- s. πλένω

Βλέπε και: πλένω

I . πλ|ένω <-υνα, -ύθηκα, -υμένος> [ˈplɛnɔ] VERB μεταβ

1. πλένω (γενικά):

2. πλένω (τα δόντια):

3. πλένω (τα πιάτα):

II . πλένομαι VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский