Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άφτρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άφτρα

άφτρα s. άφθα

Βλέπε και: άφθα

άφθα [ˈafθa], άφτρα [ˈaftra] SUBST θηλ

Aphthe θηλ

άφθα [ˈafθa], άφτρα [ˈaftra] SUBST θηλ

Aphthe θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский