Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άφτιαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άφτιαχτ|ος [ˈaftçaxtɔs], άφτιαστ|ος [ˈaftçastɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άφτιαχτος (ανέτοιμος):

2. άφτιαχτος (που δεν επισκευάστηκε):

3. άφτιαχτος (κρεβάτι):

4. άφτιαχτος (δωμάτιο):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский