Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρπαγμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρπαγμα [ˈarpaɣma] SUBST ουδ (καβγάς)

άρπαγμα
Handgemenge ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский