Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άπραχτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άπρακτ|ος [ˈapraktɔs], άπραχτ|ος [ˈapraxtɔs] <-η, -ο> ΕΠΊΘ

1. άπρακτος (που δεν εκτελέστηκε):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский