Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άμβλωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άμβλωσ|η <-εις> [ˈaɱvlɔsi] SUBST θηλ

άμβλωση
Abtreibung θηλ
έκανε άμβλωση
παράνομη άμβλωση

Παραδειγματικές φράσεις με άμβλωση

παράνομη άμβλωση
έκανε άμβλωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский