Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλυτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άλυτ|ος <-η, -ο> [ˈalitɔs] ΕΠΊΘ

1. άλυτος (πρόβλημα: που δε λύθηκε):

άλυτος

2. άλυτος (μυστήριο: που δεν μπορεί να λυθεί):

άλυτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский