Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλύχτημα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλύχτημα [aˈlixtima] SUBST ουδ, αλύχτισμα [aˈlixtizma] SUBST ουδ

αλύχτημα
Jaulen ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский