Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: τογκολικός , Τογκολέζος και τογκολέζικος

Τογκολέζ|ος (-α) [tɔŋgɔˈlɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

τογκολικ|ός <-ή, -ό> [tɔŋgɔliˈkɔs], τογκολέζικ|ος <-η, -ο> ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский