Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Τόγκο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Τόγκο [ˈtɔŋgɔ] SUBST ουδ αμετάβλ

Τόγκο
Togo ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский