Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επίκουρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . επίκουρ|ος <-η, -ο> [ɛˈpikurɔs] ΕΠΊΘ

επίκουρος
Assistenz-

II . επίκουρ|ος <-η, -ο> [ɛˈpikurɔs] SUBST αρσ/θηλ

επίκουρος
Assistent(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский