Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „επικουρικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

επικουρικ|ός <-ή, -ό> [ɛpikuriˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. επικουρικός (βοηθητικός):

επικουρικός
Hilfs-
Hilfsorgan ουδ
Hilfskasse θηλ

2. επικουρικός (ενισχυτικός):

επικουρικός
Verstärkungs-
Zusatzrente θηλ

3. επικουρικός ΠΟΛΙΤ:

επικουρικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский