Ελληνικά » Γερμανικά

αλβανικ|ός <-ή, -ό> [alvaniˈkɔs] ΕΠΊΘ

Αλβανία [alvaˈnia] SUBST θηλ

γαλβανικ|ός <-ή, -ό> [ɣalvaniˈkɔs] ΕΠΊΘ

γαλβανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɣalvaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. γαλβανίζω (μέταλλο):

2. γαλβανίζω μτφ (ενθουσιάζω):

γαλβάνισ|η <-εις> [ɣalˈvanisi] SUBST θηλ

γαλβανισμός [ɣalvanizˈmɔs] SUBST αρσ

1. γαλβανισμός ΙΑΤΡ:

Galvanisation θηλ

2. γαλβανισμός ΒΙΟΛ:

Galvanismus αρσ

3. γαλβανισμός (επιψευδαργύρωση):

Verzinkung θηλ

σερανίδα [sɛraˈniða] SUBST θηλ

Αλβανός (Αλβανίδα) [alvaˈnɔs, alvaˈniða] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

ακτινίδα [aktiˈniða] SUBST θηλ ΧΗΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский