Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γαλβανίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γαλβανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɣalvaˈnizɔ] VERB μεταβ

1. γαλβανίζω (μέταλλο):

γαλβανίζω

2. γαλβανίζω μτφ (ενθουσιάζω):

γαλβανίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский