Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αιγυπτιακός , Αιγύπτιος , αιγιαλίτιδα και αιγυπτιολόγος

αιγυπτιακ|ός <-ή, -ό> [ɛjiptiaˈkɔs] ΕΠΊΘ

Αιγύπτι|ος (-α) [ɛˈjipti|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Ägypter(in) αρσ (θηλ)

αιγιαλίτ|ιδα <-ιδας> [ɛjiaˈlitiða], αιγιαλίτ|ις [ɛjiaˈlitis] <-ιδος> SUBST θηλ

αιγυπτιολόγ|ος [ɛjiptiɔˈlɔɣɔs] SUBST αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский