Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wehen , wehe , wegen , weben , Agave και weder

Agave <-, -n> [aˈga:və] SUBST θηλ

αγαύη θηλ

weben <webt, webte/wob, gewebt/gewoben> [ˈveːbən] VERB μεταβ

wehe ΕΠΙΦΏΝ

I . wehen [ˈveːən] VERB αμετάβ

2. wehen (flattern):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский