Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: unrecht , Inzest , Arrest , unreif και unrein

unrecht ΕΠΊΘ

1. unrecht (verwerflich):

3. unrecht (Phrasen):

unreif ΕΠΊΘ auch μτφ

Inzest <-(e)s, -e> [ˈɪntsɛst] SUBST αρσ

Inzest ΙΑΤΡ, ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский