Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: unfassbar , Unfallopfer και hässlich

unfassbar [ˈ-ˈ--] ΕΠΊΘ

hässlich [ˈhɛslɪç] ΕΠΊΘ

2. hässlich (gemein):

3. hässlich (unangenehm):

Unfallopfer <-s, -> SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский