Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: filzen , Luftblase και weitblickend

Luftblase <-, -n> SUBST θηλ

I . filzen [ˈfɪltsən] VERB μεταβ οικ (durchsuchen)

II . filzen [ˈfɪltsən] VERB αμετάβ (Wolle beim Waschen)

weitblickend ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский