Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „trübes“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

trüb(e) [tryːp, ˈtryːbə] ΕΠΊΘ

1. trüb(e) (Wasser):

trüb(e)
im Trüben fischen μτφ

2. trüb(e) (Glas):

trüb(e)

3. trüb(e) (Licht):

trüb(e)

4. trüb(e) (Wetter, Tag):

trüb(e)

5. trüb(e) μτφ (Stimmung):

trüb(e)
eine trübe Tasse οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский